- διαβάτης
- ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) [διαβαίνω]μσν.- νεοελλ.οδοιπόρος, περαστικόςαρχ.αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβάτης — one who ferries over masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάτης — ο ο οδοιπόρος, ο περαστικός: Εκείνη την ώρα στο δρόμο υπήρχε μόνο ένας διαβάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβατῆς — διαβατός to be crossed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατῶν — διαβάτης one who ferries over masc gen pl διαβατός to be crossed fem gen pl διαβατός to be crossed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάτην — διαβάτης one who ferries over masc acc sg (attic epic ionic) διαβαίνω stride aor ind act 3rd dual (epic) διαβαίνω stride aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
διαβατάρης — ο (θηλ. άρα και ισσα, η) [διαβάτης] διαβάτης, οδοιπόρος, περαστικός … Dictionary of Greek
έρμαξ — ἕρμαξ, ὁ (Α) [έρμα] 1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα τού Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας τής παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες ὕφαλοι… … Dictionary of Greek
αναθεματούρι — το το μέρος όπου ρίχνονται οι πέτρες τού αναθέματος, ο τόπος τού αναθεματισμού, όπου κάθε διαβάτης ρίχνει την πέτρα τού αναθέματος φωνάζοντας «ανάθεμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάθεμα + ούρι] … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek